Το περιτόναιο είναι μια λεπτή και διάφανη μεμβράνη, που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της περιτοναϊκής και πυελικής κοιλότητας καθώς και όλα τα σπλαγχνικά όργανα που περιέχονται εντός αυτών (ήπαρ, σπλήνας, έντερο, μήτρα, ωοθήκες κ.α.).
Η μεμβράνη αυτή αποτελείται από δύο στιβάδες: η μία καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια του τοιχώματος της περιτοναϊκής κοιλότητας (τοιχωματικό περιτόναιο), ενώ η άλλη στιβάδα καλύπτει τα σπλάγχνα και τα σταθεροποιεί (σπλαγχνικό περιτόναιο).
Η περιτοναϊκή κακοήθεια, η οποία ακόμη και σήμερα αποκαλείται «γενικευμένη καρκινωμάτωση κοιλίας», διακρίνεται στην περιτοναϊκή καρκινωμάτωση, εφόσον η πρωτοπαθής εστία είναι επιθηλιακής προέλευσης νεόπλασμα και στην περιτοναϊκή σαρκωμάτωση, εφόσον η πρωτοπαθής εστία είναι μεσεγχυματογενούς προέλευσης νεόπλασμα. Δεν είναι ασυνήθης νοσολογική οντότητα, διότι ήδη κατά την στιγμή της πρώτης διάγνωσης ενός ενδοπυελικού ή ενδοκοιλιακού όγκου συνυπάρχει σε ποσοστό 10-15%.
Η περιτοναϊκή καρκινωμάτωση αντιπροσωπεύει ένα προχωρημένο εξελικτικό στάδιο όγκων που αναπτύσσονται σε διάφορα ενδοκοιλιακά όργανα, όπως το έντερο, οι ωοθήκες, η σκωληκοειδής απόφυση, ο στόμαχος, το πάγκρεας και το ήπαρ. Επιπλέον υπάρχουν όγκοι – ευτυχώς σπανιότεροι – που αναπτύσσονται κατευθείαν από το περιτόναιο (Μεσοθηλίωμα, Ψευδομύξωμα).
Η περιτοναϊκή κακοήθεια είναι δυνατόν να είναι το αποτέλεσμα είτε αυτομάτου προεγχειρητικής ανάπτυξης, είτε ιατρογενούς διεγχειρητικής διασποράς. Σημαντικό ρόλο στην παθογένεια και παθοφυσιολογία της περιτοναϊκής διασποράς καρκινικών κυττάρων παίζει η ρήξη της κάψας του πρωτοπαθούς όγκου.
Κλινικοί προγνωστικοί παράγοντες της περιτοναϊκής κακοήθειας είναι η έκταση και κατανομή της περιτοναϊκής κακοήθειας, η παρουσία/απουσία μεμακρυσμένων μεταστάσεων, ο βαθμός κακοήθειας του νεοπλάσματος, το μέγεθος των εμφυτεύσεων, η επάρκεια της κυτταρομείωσης, η έκταση των προηγηθεισών επεμβάσεων, η ηλικία, η φυσική δραστηριότητα του ασθενούς και το είδος του ασκίτου (αιμορραγικός, ορώδης, βλεννώδης).
Για μεγάλο χρονικό διάστημα η περιτοναϊκή καρκινωμάτωση θεωρούνταν ως παθολογική οντότητα που δεν επιδέχεται χειρουργικής αντιμετώπισης και που δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στην χημειοθεραπεία. Στις μέρες μας, είναι δυνατή η θεραπευτική αντιμετώπιση της Περιτοναϊκής Καρκινωμάτωσης μέσω του συνδυασμού χειρουργικής παρέμβασης (κυτταρομειωτικές χειρουργικές επεμβάσεις-cytoreduction) με μεθόδους όπως η υπέρθερμη ενδοπεριτοναϊκή χημειοθεραπεία (Hyperthermic Intraperitoneal Chemotherapy – HIPEC).
Η έκταση της περιτοναϊκής κακοήθειας εκτιμάται με διάφορους τρόπους και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους προγνωστικούς παράγοντες επιβίωσης. Ο πλέον λεπτομερής και ακριβής τρόπος εκτίμησής της είναι ο υπολογισμός του δείκτη της περιτοναϊκής καρκινωμάτωσης (PCI). Ο δείκτης αυτός είναι ένας απλός αριθμός, ο οποίος προκύπτει ως άθροισμα του μεγέθους της μεγαλύτερης βλάβης σε κάθε μία από τις 13 συνολικά περιοχές, στις οποίες χωρίζεται η κοιλία, η πύελος και το λεπτό έντερο. Σε κάθε μία από τις πυελο-κοιλιακές περιοχές υπολογίζεται το μέγεθος της μεγαλύτερης βλάβης (lesion size ή LS). Εάν δεν υπάρχει ορατός μακροσκοπικά όγκος, η βλάβη χαρακτηρίζεται ως LS-0. Εάν η μεγαλύτερη διάμετρος της βλάβης είναι έως 0.5cm η βλάβη χαρακτηρίζεται ως LS-1, εάν είναι >0.5cm και <5cm χαρακτηρίζεται ως LS-2 και εάν είναι >5cm ή ανευρίσκονται βλάβες συρρέουσες διαφόρων μεγεθών, χαρακτηρίζεται ως LS-3.
Έτσι, από το άθροισμα των μεγεθών των μεγαλυτέρων βλαβών σε κάθε μία από τις 13 συνολικά πυελο-κοιλιακές περιοχές, προκύπτει ο δείκτης περιτοναϊκής καρκινωμάτωσης (εικόνα). Όσο υψηλότερος είναι ο δείκτης της περιτοναϊκής καρκινωμάτωσης τόσο σημαντικά δυσμενέστερη είναι η επιβίωση.
Η πρόοδος της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής συνέβαλε στην καθιέρωσή της και στον τομέα της διάγνωση και αντιμετώπιση της περιτοναϊκής κακοήθειας. Τα πλεονεκτήματα της λαπαροσκοπικής προσπέλασης είναι ο μικρότερος μετεγχειρητικός πόνος, η ταχύτερη ανάρρωση και κινητοποίηση , ταχύτερη ανάκτηση της εντερικής κινητικότητας, ο μικρότερος χρόνος νοσηλείας.
Η σταδιοποίηση της περιτοναϊκής καρκινωμάτωσης στις μέρες μας γίνεται λαπαροσκοπικά, εφόσον υπάρχει η κατάλληλη εμπειρία στη λαπαροσκοπική και ογκολογική χειρουργική. Με τη διαγνωστική λαπαροσκόπηση γίνεται η εκτίμηση και επιλογή των ασθενών που είναι υποψήφιοι για περαιτέρω χειρουργική ή μη αντιμετώπιση. Η συνεργασία με έμπειρο παθολογοανατόνομο και ογκολόγο συμβάλλει στην πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου.