Οι καλοήθεις παθήσεις του παχέος εντέρου είναι αρκετά συχνές. Πρόκειται για διάφορους καλοήθεις όγκους όπως αδενώματα, πολύποδες, καθώς και αιμορροΐδες, αγγειοδυσπλασίες και εκκολπώματα. Η ενδοσκόπηση του κατώτερου πεπτικού παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ανίχνευση τέτοιων βλαβών και κυρίως στον αποκλεισμό τυχόν κακοήθειας με τη λήψη βιοψιών και την ιστολογική εξέταση. Η λαπαροσκοπική χειρουργική είναι καθολικά αποδεκτή στην αντιμετώπιση των καλοήθων παθήσεων του κατώτερου πεπτικού συστήματος. Σε περίπτωση αδυναμίας ενδοσκοπικής αφαίρεσης ενός καλοήθους όγκου, η λαπαροσκοπική χειρουργική έχει απόλυτη ένδειξη.
Η εκκολπωματική νόσος του παχέος εντέρου εμφανίζεται κατά κανόνα σε άτομα μεγάλης ηλικίας , ενώ σπάνια μπορεί να εμφανιστεί και σε ηλικίες <40 ετών (έως και 75% σε ηλικίες >80ετών). Τα εκκολπώματα είναι σακοειδείς προσεκβολές του τοιχώματος του εντέρου (πρόπτωση του βλεννογόνου και του υποβλεννογόνιου χιτώνα του παχέος εντέρου διαμέσου της μυϊκής στιβάδας). Εντοπίζονται συνήθως στο σιγμοειδές και το κατιόν κόλον (>90% των περιπτώσεων), ενώ σπανιότερα και σε άλλες θέσεις.
Η αιμορραγία είναι μια συχνή επιπλοκή της εκκολπωματικής νόσου.
Η στάση υλικού εντός των εκκολπωμάτων και, η αύξηση της ενδοεκκολπωματικής πίεσης, η ισχαιμία και άλλοι παράγοντες μπορεί να προκαλέσουν φλεγμονή με αποτέλεσμα την εμφάνιση οξείας εκκολπωματίτιδας, ακόμη και ρήξεως (διάτρηση) αυτού, με αποτέλεσμα ιδιαίτερα επείγουσα κατάσταση που απαιτεί χειρουργική αντιμετώπιση. Η οξεία εκκολπωματίτιδα εκδηλώνεται συνήθως με άλγος αριστερού λαγόνιου βόθρου, πυρετό, τοπική ευαισθησία, σύσπαση, ακόμη και ψηλαφητή μάζα. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με αξονική τομογραφία κοιλίας.
Η αντιμετώπιση της οξείας εκκολπωματίτιδας είναι κατ αρχήν συντηρητική, με διακοπή σιτίσεως και ενδοφλέβια χορήγηση αντιβιοτικών, υγρών και ηλεκτρολυτών.
Σε αποτυχία της συντηρητικής αγωγής και επί επιδείνωσης της κλινικής εικόνας ή εμφάνισης αιμοδυναμικής αστάθειας, απαιτείται η χειρουργική παρέμβαση. Η ρήξη εκκολπώματος αντιμετωπίζεται με μεγάλη επιτυχία λαπαροσκοπικά με πλύσεις της κοιλίας, εκτομή του πάσχοντος τμήματος του παχέος εντέρου, και αναλόγως με την κάθε περίπτωση και την κρίση του χειρουργού, αναστόμωση του παχέος εντέρου, είτε δημιουργία προσωρινής προστατευτικής ή τελικής κολοστομίας (επέμβαση Hartmann), που θα συγκλεισθεί σε δεύτερο χρόνο. Οι επεμβάσεις αυτές είναι κλασικές επεμβάσεις της ανοικτής χειρουργικής, που πλέον υπάρχει η δυνατότητα να πραγματοποιηθούν εξίσου αποτελεσματικά με τη βοήθεια της λαπαροσκοπικής χειρουργικής, συνδυάζοντας όλα τα πλεονεκτήματά της (μικρότερος μετεγχειρητικός πόνος, λιγότερες μέρες νοσηλείας).