Οι κακοήθεις όγκοι του ήπατος διακρίνονται σε πρωτοπαθείς και μετασταστικούς. Οι πρωτοπαθείς κακοήθεις όγκοι είναι το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα (ηπάτωμα), το χολαγγειοκαρκίνωμα, και σπανιότεροι μικτοί και μεσεγχυματικοί όγκοι.
Το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα αναπτύσσεται συνήθως σε έδαφος κίρρωσης του ήπατος, συνήθως λόγω λοίμωξης από ηπατίτιδα Β. Μεταξύ των συμπτωμάτων περιλαμβάνονται η απώλεια βάρους, καταβολή, πόνος ή αίσθημα βάρους στην περιοχή του ήπατος, ίκτερος, ασκίτης (διάταση της κοιλίας λόγω συλλογής υγρού), πυρετός, αιμορραγία, ανορεξία, ναυτία, έμετος, ψηλαφητή μάζα.
Ο μεταστατικός καρκίνος είναι συνήθως πολυεστιακός και προέρχεται από το στομάχι, το παχύ έντερο, το μαστό, τις ωοθήκες, τους νεφρούς, τον πνεύμονα και αλλού. Έχει κακή πρόγνωση, ενώ η χειρουργική αφαίρεση ή κατάλυση με υψίσυχνο ρεύμα (RadioFrequency Ablation) προσφέρει πλεονέκτημα επιβίωσης σε πολλές περιπτώσεις. Η μονήρης ηπατική εστία συνιστάται να αφαιρείται σε περιπτώσεις πρωτοπαθούς όγκου στο παχύ έντερο.
Λαπαροσκοπικές ηπατεκτομές
Οι λαπαροσκοπικές ηπατεκτομές είναι πολύπλοκες και ιδιαίτερα απαιτητικές για το χειρουργό επεμβάσεις και απαιτούν πολύ καλή εκπαίδευση και εμπειρία (καμπύλη εκμάθησης).
Το ήπαρ χωρίζεται αδρά για λόγους ταξινόμησης δε δύο λοβούς, το δεξιό και τον αριστερό, και δ. Οι λοβοί αυτοί, με βάση την κατανομή της αγγείωσης διακρίνονται περαιτέρω σε τμήματα (8 τμήματα). Υπάρχουν διάφορα συστήματα ταξινόμησης σχετικά με τη χειρουργική ανατομία του ήπατος και πολλές παραλλαγές. Κύριος στόχος όλων είναι η καλύτερη αποτύπωση της ανατομίας και κατ’ επέκταση η άρτια εκτέλεση από το χειρουργό των διαφόρων τύπων ηπατεκτομής.
Με βάση το λοβό ή το τμήμα του ήπατος το οποίο εκτέμνεται έχουμε τα διάφορα είδη ηπατεκτομών (λοβεκτομές -τμηματεκτομές), με κύρια παραδείγματα την αριστερή ηπατεκτομή, τη δεξιά ηπατεκτομή, τη δεξιά εκτεταμένη και αριστερή εκτεταμένη ηπατεκτομή, τις τμηματεκτομές, τη σφηνοειδή εκτομή, τις άτυπες ηπατεκτομές. Κρίσιμο είναι η αφαίρεση του όγκου σε υγιή όρια, αλλά και η διατήρηση ικανού μεγέθους υγιούς ηπατικού παρεγχύματος, ώστε να είναι συμβατό με τη ζωή. Αξίζει να σημειωθεί η αναγεννητική ικανότητα του ήπατος που επιτρέπει την αποκατάσταση μέρους του ηπατικού παρεγχύματος μετά την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος.
Η λαπαροσκοπική χειρουργική έχει θέση τόσο στη διάγνωση με τη λήψη βιοψιών όσο και στην αντιμετώπιση με αφαίρεση μικρών ηπατικών εστιών, αλλά και με την εκτέλεση των μειζόνων ηπατεκτομών εφόσον κριθεί αναγκαίο.
Για την εκτέλεση της ηπατεκτομής είναι αναγκαία η κινητοποίηση του ήπατος από τους συνδέσμους του (στρογγύλος, δρεπανοειδής, αριστερός και δεξιός τρίγωνος), η παρασκευή της πύλης του ήπατος και της κάτω κοίλης φλέβας-ηπατικών φλεβών, η εκτομή της κάψας και του παρεγχύματος σε υγιή όρια με απολίνωση όλων των αγγείων και χοληφόρων στη γραμμή εκτομής. Χρήσιμος μπορεί να είναι ο αγγειακός αποκλεισμός, αλλά και η χρήση τεχνολογικού εξοπλισμού με χρήση διαθερμίας, υπερήχων, λέιζερ κ.α. Το παρασκεύασμα τοποθετείται σε ειδικό σάκο και αφαιρείται με ειδική τεχνική. Χρήσιμα βοηθήματα είναι το λαπαροσκοπικό υπερηχογράφημα για τον εντοπισμό μικρών και βαθιών βλαβών, και η διενέργεια διεγχειρητικής χολαγγειογραφίας.
Η λαπαροσκοπική ηπατεκτομή είναι μια τεχνικά δύσκολη επέμβαση, που απαιτεί εμπειρία τόσο στην ανοικτή χειρουργική του ήπατος , όσο και στη λαπαροσκοπική χειρουργική. Πολυκεντρικές μελέτες δείχνουν συγκρίσιμα περιεγχειρητικά αποτελέσματα και ποσοστά υποτροπής μεταξύ ανοικτής και λαπαροσκοπικής χειρουργικής του ήπατος. Η λαπαροσκοπική προσέγγιση προσφέρει επιπλέον πλεονεκτήματα όπως μικρότερη απώλεια αίματος, ταχύτερη ανάρρωση, μικρότερος μετεγχειρητικός πόνος, λιγότερες ημέρες νοσηλείας.