Τα οξυτενή κονδυλώματα του πρωκτού είναι το συχνότερο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που αντιμετωπίζει ο χειρουργός. Πρόκειται για μαλακές μάζες (εκβλαστήσεις) που μοιάζουν με μυρμηκίες, στο χρώμα του δέρματος, ροζ ή λευκωπό, με συχνά ανθοκραμβοειδή εμφάνιση. Είναι μονήρεις ή πολλαπλές, και εντοπίζονται στο δέρμα της περιπρωκτικής χώρας ή και εντός του πρωκτικού σωλήνα.
Οφείλονται στο ιό του ανθρώπινου θηλώματος (Human Papilloma Virus, HPV). Έχουν ταυτοποιηθεί περισσότεροι από 100 τύπους του ιού. Στον πρωκτό συχνότεροι είναι οι τύποι 6 και 11, που θεωρούνται χαμηλού κινδύνου εξαλλαγής. Αντίθετα, οι πιο σπάνιοι τύποι 16 και 18 θεωρούνται υψηλού κινδύνου για δυσπλασία και κακοήθη εξαλλαγή. Πολλές φορές συνυπάρχουν περισσότερα από ένα στελέχη στον ίδιο ασθενή.
Η μετάδοση γίνεται με τη σεξουαλική επαφή, αλλά και με τον αυτοενοφθαλμισμό από τα γεννητικά όργανα. Η ανοσοκαταστολή αποτελεί έναν ιδιαίτερο προδιαθεσικό παράγοντα, καθώς η μειωμένη ανοσολογική απόκριση έχει ως αποτέλεσμα τη συχνότερη εμφάνιση σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, αλλά και εμφάνιση πιο σπάνιων στελεχών.
Ο χρόνος επώασης είναι συνήθως 2-3 μήνες. Η κλινική εικόνα εξαρτάται από τη θέση, τον αριθμό και το μέγεθος των κονδυλωμάτων και συνήθως είναι σχετικά ήπια. Πολλές περιπτώσεις είναι ασυμπτωματικές , ενώ σε άλλες προεξάρχει ο πόνος, η ευαισθησία, ο κνησμός, μικροαιμορραγίες και η δυσανεξία και ενόχληση λόγω του αισθητικού αποτελέσματος. Κατά τη διάγνωση είναι απαραίτητη η πρωκτοσκόπηση για τον εντοπισμό μη ορατών ενδοπρωκτικών κονδυλωμάτων. Επίσης, είναι απαραίτητος ο έλεγχος της γεννητικής περιοχής, αλλά και των ερωτικών συντρόφων. Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει άλλες συναφείς δερματοπάθειες (π.χ. σύφιλη).
Η θεραπεία των κονδυλωμάτων επιβάλλεται για την υποχώρηση των συμπτωμάτων, τη βελτίωση του αισθητικού προβλήματος, αλλά και την πρόληψη της μετάδοσης. Περιγράφονται διάφορες μέθοδοι όπως η ηλεκτροκαυτηρίαση, η χρήση laser, η κρυοθεραπεία, η εφαρμογή τοξικών ουσιών όπως η ποδοφυλλοτοξίνη και το διχλωροξικό-τριχλωροξικό οξύ. Δυστυχώς τα ποσοστά υποτροπών είναι αρκετά υψηλά λόγω της φύσης της νόσου, και απαιτούνται περισσότερες από μια συνεδρίες. Επίσης με τις μεθόδους αυτές συχνά καταστρέφεται παρακείμενο υγιές δέρμα.
Η χειρουργική εκτομή επιτρέπει την πλήρη αφαίρεση της βλάβης και δίνει τη δυνατότητα της ιστολογικής εξέτασης. Μπορεί να γίνει και με τοπική αναισθησία. Τα κονδυλώματα του πρωκτού πρέπει επίσης να αφαιρούνται με διατήρηση του φυσιολογικού βλεννογόνου για την αποφυγή επιπλοκών και την επιτάχυνση της επούλωσης. Το αποτέλεσμα της ιστολογικής εξέτασης είναι πολύ σημαντικό καθώς θα αποκλείσει την ύπαρξη δυσπλασίας ή ανάπτυξης κακοήθειας, ενώ μπορεί να γίνει και ταυτοποίηση του στελέχους του ιού.