Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι ο συχνότερος καρκίνος του γαστρεντερικού συστήματος, ενώ αποτελεί την τρίτη σε σειρά συχνότητας αιτία θανάτου στους άνδρες μετά τον καρκίνο του πνεύμονα και του προστάτη, και τη δεύτερη στις γυναίκες, μετά τον καρκίνο του μαστού. Η πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου αυξάνει με την αύξηση της ηλικίας, παρατηρούνται όμως και σε μικρότερες ηλικίες (<50ετών), καθώς και στα πλαίσια κληρονομικών συνδρόμων, όπως η οικογενής πολυποδίαση και ο κληρονομικός μη πολυποδιασικός καρκίνος του παχέος εντέρου.
Κλινική εικόνα :
- Παρουσία αίματος στα κόπρανα
- Παρουσία βλέννης στα κόπρανα
- Αλλαγή των συνηθειών του εντέρου (εναλλαγές διάρροιας-δυσκοιλιότητας)
- Αναιμία
- Αδυναμία, καταβολή
- Απώλεια βάρους
- Αποφρακτικός ειλεός (έμετοι, αναστολή αερίων και κοπράνων)
Συνήθως η ιστολογική εικόνα αναδεικνύει ένα αδενοκαρκίνωμα, αλλά και άλλες μορφές. Οι επιπλοκές των κακοήθων νεοπλασμάτων είναι η απόφραξη, η αιμορραγία και η διάτρηση. Ως «κακοήθεις», οι όγκοι μεθίστανται σε γειτονικούς λεμφαδένες ή σε απομακρυσμένα σημεία (μεταστάσεις). Η διάγνωση γίνεται κατά βάση με την ενδοσκόπηση κατώτερου πεπτικού (ολική κολονοσκόπηση), ενώ για τη σταδιοποίηση της νόσου απαιτείται αξονική τομογραφία. Η παρακολούθηση της νόσου υποβοηθάται και με τη μέτρηση των καρκινικών δεικτών (CEA).
Θεραπεία
Η χειρουργική αντιμετώπιση αποτελεί τη θεραπεία εκλογής. Η λαπαροσκοπική προσέγγιση κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος και σε πολλά κέντρα έχει καθιερωθεί ως αντιμετώπιση ρουτίνας. Η αφαίρεση του πάσχοντος τμήματος εντέρου σε υγιή όρια με (η λεγόμενη «κολεκτομή») γίνεται στις μέρες μας λαπαροσκοπικά με εξίσου καλά ογκολογικά αποτελέσματα, σε σύγκριση με την παραδοσιακή ανοικτή χειρουργική. Οι συχνότερες τυπικές επεμβάσεις, ανάλογα με την εντόπιση του όγκου, είναι η δεξιά ημικολεκτομή, η εκτεταμένη δεξιά ημικολεκτομή, η εγκαρσιεκτομή, η αριστερή κολεκτομή, η σιγμοειδεκτομή, η πρόσθια εκτομή, η χαμηλή πρόσθια εκτομή, η κοιλιοπερινεική εκτομή, η επέμβαση κολοστομίας κατά Hartmann. Όλες οι παραπάνω επεμβάσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν λαπαροσκοπικά με μικρότερη απώλεια αίματος, μικρότερο μετεγχειρητικό πόνο, ταχύτερη ανάρρωση και κινητοποίηση του ασθενούς.
Η συμπληρωματική χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία, μπορεί να ενδείκνυται, ανάλογα με την περίπτωση, με βάση το αποτέλεσμα της ιστολογικής εξέτασης και του σταδίου της νόσου. Σε προχωρημένα στάδια μπορεί να εφαρμοστεί προεγχειρητική χημειοθεραπεία (neoadjuvant αγωγή).